Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
ability /əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία; USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά

GT GD C H L M O
able /ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να; USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
accelerate /əkˈsel.ə.reɪt/ = VERB: επιταχύνω; USER: επιταχύνουν, επιτάχυνση, επιταχύνει, την επιτάχυνση της, την επιτάχυνση

GT GD C H L M O
access /ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο; USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση

GT GD C H L M O
achievements /əˈtʃiːv.mənt/ = NOUN: κατόρθωμα, άθλος; USER: επιτεύγματα, επιτευγμάτων, τα επιτεύγματα, επιτεύγματά, επιτυχίες

GT GD C H L M O
acting /ˈæk.tɪŋ/ = NOUN: δράση, ενέργεια, ηθοποιία, υπόκριση; ADJECTIVE: αναπληρωματικός, πράττων; USER: δράση, ενεργεί, αποφασίζοντας, ενεργούν, ενεργώντας

GT GD C H L M O
address /əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση; VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ; USER: διεύθυνση, τη διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθύνσεων, τόπο

GT GD C H L M O
advancing /ədˈvɑːn.sɪŋ/ = VERB: προχωρώ, προάγω, προοδεύω, προκαταβάλλω; USER: προώθηση, την προώθηση, προώθηση της, προωθούν, προχωρεί

GT GD C H L M O
advantages /ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: φόντα; USER: πλεονεκτήματα, τα πλεονεκτήματα, πλεονεκτημάτων, πλεονεκτήματα που, πλεονεκτήματά

GT GD C H L M O
agent /ˈeɪ.dʒənt/ = NOUN: μέσο, παράγων, πράκτορας, αντιπρόσωπος, συντελεστής, αγών, πράκτωρας; ADJECTIVE: αίτιος; USER: πράκτορας, παράγων, μέσο, αντιπρόσωπος, παράγοντα

GT GD C H L M O
agents /ˈeɪ.dʒənt/ = NOUN: μέσο, παράγων, πράκτορας, αντιπρόσωπος, συντελεστής, αγών, πράκτωρας; USER: παράγοντες, πράκτορες, παραγόντων, μέσα, πρακτόρων

GT GD C H L M O
aggregator /ˈagriˌgātər/ = USER: aggregator, Συλλέκτης, αθροιστής, φορείς συλλογής

GT GD C H L M O
ai /ˌeɪˈaɪ/ = ABBREVIATION: Όλα συμπεριλαμβάνονται; USER: ai, ΑΙ, Α Ι, Ι, ΓΠ

GT GD C H L M O
aim /eɪm/ = NOUN: σκοπός; VERB: σκοπεύω, σημαδεύω; USER: σκοπός, στόχο, αποσκοπούν, στοχεύουν, ως στόχο

GT GD C H L M O
algorithms /ˈalgəˌriT͟Həm/ = NOUN: αλγόριθμος; USER: αλγόριθμοι, αλγορίθμων, αλγορίθμους, αλγόριθμους, αλγόριθμων

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
allow /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, να επιτρέψει, επιτρέψουν

GT GD C H L M O
alone /əˈləʊn/ = ADJECTIVE: μόνος; USER: μόνος, μόνο, μόνη, και μόνο, μόνη της, μόνη της

GT GD C H L M O
already /ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα; USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
amounts /əˈmaʊnt/ = NOUN: ποσό; USER: ποσά, τα ποσά, ποσών, ποσότητες, ποσά που

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
announce /əˈnaʊns/ = VERB: αναγγέλλω, αγγέλω; USER: ανακοινώνει, ανακοινώσει, ανακοινώσουμε, ανακοινώνουν, ανακοινώσουν

GT GD C H L M O
answer /ˈɑːn.sər/ = NOUN: απάντηση; VERB: απαντώ, αποκρίνομαι; USER: απάντηση, απαντώ, απαντήσει, απαντήσετε, answer, answer

GT GD C H L M O
applications /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις

GT GD C H L M O
applied /əˈplaɪd/ = ADJECTIVE: εφαρμοσμένος; USER: εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, εφαρμοστεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή

GT GD C H L M O
approached /əˈprəʊtʃ/ = VERB: πλησιάζω; USER: πλησίασε, προσεγγιστεί, προσεγγίζεται, προσεγγίσει, προσέγγισε

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
artificial /ˌɑː.tɪˈfɪʃ.əl/ = ADJECTIVE: τεχνητός; USER: τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητές

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
available /əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος; USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
becomes /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: γίνεται, καθίσταται, γίνει, καταστεί, μετατρέπεται

GT GD C H L M O
becoming /bɪˈkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: ταιριαστός, θελκτικός; USER: να γίνει, γίνει, όλο και, γίνεται, όλο

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
before /bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να; ADVERB: μπροστά, ενώπιο; PREPOSITION: μπροστά; USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από

GT GD C H L M O
began /bɪˈɡæn/ = VERB: αρχίζω; USER: άρχισε, ξεκίνησε, άρχισαν, άρχισε να, ξεκίνησαν

GT GD C H L M O
believe /bɪˈliːv/ = VERB: πιστεύω; USER: πιστεύω, πιστεύουν, ότι, πιστεύουμε, πιστεύει, πιστεύει

GT GD C H L M O
benefit /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν

GT GD C H L M O
benefits /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: οφέλη, παροχές, τα οφέλη, παροχών, πλεονεκτήματα

GT GD C H L M O
benevolent /bɪˈnev.əl.ənt/ = NOUN: φιλάνθρωπος; ADJECTIVE: καλοκάγαθος; USER: φιλάνθρωπος, καλοκάγαθος, καλοπροαίρετη, καλοκάγαθοι, φιλάνθρωπη

GT GD C H L M O
between /bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα; ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ; USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του

GT GD C H L M O
beyond /biˈjɒnd/ = PREPOSITION: πέρα; ADVERB: πέραν, πέρα, υπεράνω, αργότερα; NOUN: υπερπέραν; USER: πέρα, πέραν, πέρα από, μετά, εκτός

GT GD C H L M O
big /bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγάλος, μεγαλόσωμος, μέγας, αξιόλογος, χονδρός; USER: μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα

GT GD C H L M O
biotech /ˌbīōˈtek,ˈbīōˌtek/ = USER: βιοτεχνολογίας, βιοτεχνολογικές, βιοτεχνολογία, της βιοτεχνολογίας, βιοτεχνολογική

GT GD C H L M O
blockchain

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
bring /brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει

GT GD C H L M O
built /ˌbɪltˈɪn/ = ADJECTIVE: χτίστηκε το; USER: χτισμένο, χτίστηκε, κατασκευαστεί, χτισμένη, κτισμένο

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
businesses /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, τις επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
capabilities /ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα; USER: δυνατότητες, ικανότητες, δυνατοτήτων, ικανοτήτων, τις δυνατότητες

GT GD C H L M O
centralization /ˈsen.trə.laɪz/ = NOUN: συγκέντρωση, συγκεντρωτισμός; USER: συγκέντρωση, συγκεντρωτισμός, συγκέντρωσης, συγκεντρωτισμό, συγκεντρωτισμού

GT GD C H L M O
centralizing /ˈsen.trə.laɪz/ = VERB: συγκεντρώνω; USER: συγκέντρωση, συγκεντρώνοντας, συγκεντρωτική, συγκεντρώνει, συγκέντρωση των

GT GD C H L M O
centric /-sen.trɪk/ = ADJECTIVE: κεντρικός; USER: κεντρικός, centric, επίκεντρο, κεντρική, με επίκεντρο

GT GD C H L M O
certain /ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής; USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι

GT GD C H L M O
change /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν

GT GD C H L M O
cheaper /tʃiːp/ = ADJECTIVE: φτηνότερος; USER: φτηνότερος, φθηνότερα, φθηνότερη, φθηνότερο, φθηνότερες

GT GD C H L M O
class /klɑːs/ = NOUN: κατηγορία, τάξη, κλάση, θέση; VERB: ταξινομώ, κατατάσσω; USER: κατηγορία, τάξη, κλάση, κατηγορίας, τάξης, τάξης

GT GD C H L M O
collaborating /kəˈlæb.ə.reɪt/ = VERB: συνεργάζομαι, συνεργώ; USER: συνεργασία, συνεργαζόμενα, συνεργαζόμενων, συνεργαζόμενες, συνεργάζεται

GT GD C H L M O
companies /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
competitive /kəmˈpet.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ανταγωνιστικός, συναγωνιστικός; USER: ανταγωνιστικός, ανταγωνιστική, ανταγωνιστικές, ανταγωνιστικό, ανταγωνιστικής

GT GD C H L M O
complex /ˈkɒm.pleks/ = NOUN: συγκρότημα, σύμπλεγμα, κόμπλεξ; ADJECTIVE: πολύπλοκος, σύνθετος, σύμπλοκος, πολυσύνθετος; USER: συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκος, σύνθετος, πολύπλοκες

GT GD C H L M O
comprehensive /ˌkɒm.prɪˈhen.sɪv/ = ADJECTIVE: περιεκτικός, νοήμων, περιληπτικός; USER: περιεκτική, ολοκληρωμένη, συνολική, συνολικής, ολοκληρωμένο

GT GD C H L M O
concentration /ˌkɒn.sənˈtreɪ.ʃən/ = NOUN: συγκέντρωση, περισυλλογή; USER: συγκέντρωση, συγκέντρωσης, συγκεντρώσεως, συμπύκνωση, η συγκέντρωση, η συγκέντρωση

GT GD C H L M O
concise /kənˈsaɪs/ = ADJECTIVE: συνοπτικός, περιεκτικός, σύντομος, μεστός, περιληπτικός, λακωνικός; USER: συνοπτικός, συνοπτική, συνοπτικό, συνοπτική περιγραφή, συνοπτικές

GT GD C H L M O
connected /kəˈnek.tɪd/ = ADJECTIVE: συνδεδεμένος; USER: συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί

GT GD C H L M O
considering /kənˈsidər/ = PREPOSITION: αναλογώς, λαμβάνοντας υπ' όψιν; USER: λαμβάνοντας υπόψη, θεωρώντας, εξέταση, υπόψη, εξετάζει

GT GD C H L M O
consumers /kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής; USER: καταναλωτές, τους καταναλωτές, καταναλωτών, οι καταναλωτές, των καταναλωτών

GT GD C H L M O
continue /kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι; USER: να συνεχίσει, συνεχίσει, συνεχίζουν, συνεχίσετε, συνεχίσουν, συνεχίσουν

GT GD C H L M O
coordinated /kōˈôrdəˌnāt/ = VERB: συντονίζω; USER: συντονισμένη, συντονίζονται, συντονίζεται, συντονισμός, συντονισμένα

GT GD C H L M O
could /kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε

GT GD C H L M O
counter /ˈkaʊn.tər/ = NOUN: γκισέ, μετρητής, απαριθμητής, πάγκος, τράπεζα καταστήματος, μάρκα χαρτοπαιξία; USER: αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίσει, καταπολέμηση, αντιμετωπίσουν

GT GD C H L M O
crave /kreɪv/ = VERB: εκλιπαρώ, υπερεπιθυμώ, ποθώ, λαχταρώ; USER: εκλιπαρώ, ποθώ, υπερεπιθυμώ, ποθούν, ποθείτε

GT GD C H L M O
creating /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας

GT GD C H L M O
creations /kriˈeɪ.ʃən/ = NOUN: δημιουργία, κτίση, πλάση; USER: δημιουργίες, creations, δημιουργήματα, τις δημιουργίες, δημιουργιών

GT GD C H L M O
critical /ˈkrɪt.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κρίσιμος, επικριτικός, κριτικός; USER: κρίσιμος, κρίσιμη, κρίσιμο, κρίσιμες, κρίσιμα

GT GD C H L M O
cto = USER: cto, ΚΟΤ,

GT GD C H L M O
curation = USER: επιμέλεια, επιμέλειας, η επιμέλεια, και η επιμέλεια, της επιμέλειας,

GT GD C H L M O
current /ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους; ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών; USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή

GT GD C H L M O
dangerous /ˈdeɪn.dʒər.əs/ = ADJECTIVE: επικίνδυνος, κινδυνώδης; USER: επικίνδυνος, επικίνδυνων, επικίνδυνες, επικίνδυνη, επικίνδυνα, επικίνδυνα

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
datasets /ˈdeɪ.tə.beɪs/ = USER: σύνολα δεδομένων, συνόλων δεδομένων, σύνολα, βάσεις δεδομένων, σύνολα δεδομένων που

GT GD C H L M O
decentralized /dēˈsentrəˌlīz/ = VERB: αποκεντρώ, αποκεντρώνω; USER: αποκεντρωμένη, αποκεντρωμένες, αποκεντρωμένων, αποκεντρωμένης, αποκεντρωμένο

GT GD C H L M O
deep /diːp/ = ADJECTIVE: βαθύς; USER: βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές

GT GD C H L M O
demand /dɪˈmɑːnd/ = NOUN: ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, αξίωση; VERB: απαιτώ, αξιώ, αξιώνω; USER: ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, ζήτησης, της ζήτησης

GT GD C H L M O
demands /dɪˈmɑːnd/ = NOUN: ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, αξίωση; VERB: απαιτώ, αξιώ, αξιώνω; USER: απαιτήσεις, αιτήματα, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, απαιτήσεις των

GT GD C H L M O
deploying /dɪˈplɔɪ/ = VERB: παρατάσσω, αναπτύσσω; USER: ανάπτυξη, την ανάπτυξη, αναπτύσσοντας, αναπτύσσουν, την ανάπτυξη του

GT GD C H L M O
develop /dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω; USER: ανάπτυξη, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, την ανάπτυξη, αναπτύξει

GT GD C H L M O
developers /dɪˈvel.ə.pər/ = USER: προγραμματιστές, developers, οι προγραμματιστές, Εργολάβοι, ανάπτυξη

GT GD C H L M O
development /dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση; USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης

GT GD C H L M O
discussions /dɪˈskʌʃ.ən/ = NOUN: συζήτηση; USER: συζητήσεις, οι συζητήσεις, συζητήσεων, τις συζητήσεις, των συζητήσεων

GT GD C H L M O
disparate /ˈdɪs.pər.ət/ = ADJECTIVE: ανόμοιος; USER: ανόμοια, ανόμοιων, ανόμοιες, διαφορετικών, διαφορετικές

GT GD C H L M O
dozens /ˈdʌzən/ = USER: δεκάδες, δωδεκάδες, δεκάδων

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
economy /ɪˈkɒn.ə.mi/ = NOUN: οικονομία; USER: οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας

GT GD C H L M O
efficient /ɪˈfɪʃ.ənt/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, αποδοτικός, ικανός, δραστήριος; USER: αποτελεσματικός, αποδοτικός, αποτελεσματική, αποδοτικό, αποτελεσματικό

GT GD C H L M O
enable /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε

GT GD C H L M O
ended /end/ = VERB: τελειώνω, περατώνω; USER: έληξε, που έληξε, που έληξε στις, τελείωσε, έκλεισε

GT GD C H L M O
environment /enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο; USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος

GT GD C H L M O
envision /ɪnˈvɪz.ɪdʒ/ = USER: οραματίζονται, οραματιζόμαστε, προβλέπετε, οραματίζεται, οραματίζεστε

GT GD C H L M O
equalizes

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
ever /ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε; USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο

GT GD C H L M O
everyone /ˈev.ri.wʌn/ = PRONOUN: καθένας, όλοι; USER: όλοι, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα, καθένα

GT GD C H L M O
example /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος

GT GD C H L M O
exchange /ɪksˈtʃeɪndʒ/ = NOUN: ανταλλαγή, συνάλλαγμα, επικαταλλαγή, χρηματηστήριο; VERB: ανταλλάσσω; USER: ανταλλαγή, ανταλλαγής, συναλλάγματος, την ανταλλαγή, ανταλλαγών

GT GD C H L M O
exchanges /ɪksˈtʃeɪndʒ/ = NOUN: ανταλλαγή, συνάλλαγμα, επικαταλλαγή, χρηματηστήριο; USER: ανταλλαγές, ανταλλαγών, τις ανταλλαγές, των ανταλλαγών, ανταλλαγή

GT GD C H L M O
exhibited /ɪɡˈzɪb.ɪt/ = VERB: εκθέτω, επιδεικνύω; USER: παρουσίασαν, εκτεθεί, εκτίθενται, παρουσίασε, εξέθεσε

GT GD C H L M O
exists /ɪɡˈzɪst/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι; USER: υπάρχει, υφίσταται, υπάρχουν, ισχύει

GT GD C H L M O
explicitly /ɪkˈsplɪs.ɪt/ = USER: ρητά, ρητώς, ρητή, σαφώς

GT GD C H L M O
exploratory /ɪkˈsplɒrət(ə)ri,ɛk-/ = ADJECTIVE: εξερευνητικός; USER: διερευνητική, διερευνητικές, διερευνητικών, διερευνητικής, εξερευνητική"

GT GD C H L M O
explore /ɪkˈsplɔːr/ = VERB: εξερευνώ, διερευνώ; USER: διερευνήσει, διερευνήσουν, διερεύνηση, εξερευνήσετε, εξερευνήσουν

GT GD C H L M O
exponentially /ˌek.spəˈnen.ʃəl/ = USER: εκθετικά, γεωμετρική πρόοδο, εκθετική, με γεωμετρική πρόοδο, ραγδαία

GT GD C H L M O
familiar /fəˈmɪl.i.ər/ = ADJECTIVE: οικείος, συνήθης; USER: οικείος, εξοικειωμένοι, γνωστό, οικεία, οικείο, οικείο

GT GD C H L M O
faster /fɑːst/ = USER: γρηγορότερα, ταχύτερη, ταχύτερα, πιο γρήγορα, γρήγορα

GT GD C H L M O
feed /fiːd/ = NOUN: τροφή, ταγή; VERB: ταΐζω, τρέφω, τρέφομαι, τροφοδοτώ; USER: τροφή, ζωοτροφές, ζωοτροφών, τις ζωοτροφές, τρέφονται

GT GD C H L M O
few /fjuː/ = ADJECTIVE: λίγοι, μερικοί, ολίγοι; USER: λίγοι, μερικοί, λίγα, μερικά, λίγες, λίγες

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
focus /ˈfəʊ.kəs/ = NOUN: εστία; VERB: συγκεντρώ, ρυθμίζω, συγκεντρώνω; USER: εστίαση, επικεντρωθούν, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, εστιάζονται

GT GD C H L M O
folding /ˈfəʊl.dɪŋ/ = ADJECTIVE: πτυσσόμενος; USER: αναδίπλωση, δίπλωμα, δίπλωση, πτυσσόμενες, διπλώνοντας

GT GD C H L M O
follow /ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι; USER: ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε

GT GD C H L M O
following /ˈfɒl.əʊ.ɪŋ/ = NOUN: εξής, παρακολούθηση, ακολουθία; ADJECTIVE: ακόλουθος; USER: εξής, μετά, μετά από, κατόπιν, μετά την, μετά την

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
formal /ˈfɔː.məl/ = ADJECTIVE: επίσημος, τυπικός; USER: επίσημος, επίσημη, επίσημης, τυπική, επίσημες

GT GD C H L M O
found /faʊnd/ = VERB: ιδρύω, θεμελιώνω, θεμελιώ, χύνω; USER: βρέθηκαν, βρέθηκε, βρήκε, βρεθεί, διαπιστώθηκε

GT GD C H L M O
founder /ˈfaʊn.dər/ = NOUN: ιδρυτής, θεμελιωτής, χύτης; VERB: βυθίζω, καταποντίζομαι; USER: ιδρυτής, ιδρυτή, ο ιδρυτής, τον ιδρυτή, ιδρυτικό

GT GD C H L M O
framework /ˈfreɪm.wɜːk/ = NOUN: rámec; USER: πλαίσιο, πλαισίου, πλαίσια, πλαίσιο που, πλαίσιο που

GT GD C H L M O
free /friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα; ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος; VERB: ελευθερώνω; USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς

GT GD C H L M O
freeing /friː/ = VERB: ελευθερώνω; USER: απελευθερώνοντας, ελευθερώνοντας, απελευθέρωση, την απελευθέρωση, αποδεσμεύοντας

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
fully /ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα; USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως

GT GD C H L M O
functionality /ˌfʌŋk.ʃənˈæl.ə.ti/ = USER: λειτουργικότητα, λειτουργικότητας, λειτουργία, λειτουργίες, τη λειτουργικότητα

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
gardens /ˈɡɑː.dən/ = NOUN: κήπος, περιβόλι, μπαξές; USER: κήπους, κήποι, κήπων, κήπο, τους κήπους

GT GD C H L M O
giving /ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς

GT GD C H L M O
global /ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός; USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας

GT GD C H L M O
greatest /ɡreɪt/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος, μεγαλύτερα, μεγαλύτερα

GT GD C H L M O
greatly /ˈɡreɪt.li/ = USER: σε μεγάλο βαθμό, σημαντικά, μεγάλο βαθμό, πολύ, κατά πολύ

GT GD C H L M O
grow /ɡrəʊ/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι; USER: μεγαλώνουν, αυξάνεται, αυξάνονται, αυξηθεί, αναπτύσσονται

GT GD C H L M O
growing /ˈɡrəʊ.ɪŋ/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι; USER: αυξάνεται, καλλιέργεια, καλλιέργειας, αυξανόμενη, αυξανόμενες

GT GD C H L M O
handful /ˈhænd.fʊl/ = NOUN: χούφτα, φούχτα, δράξ; USER: χούφτα, λίγες, ελάχιστες, χούφτας, ελάχιστα

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
heavily /ˈhev.ɪ.li/ = ADVERB: βαριά, βαρέως; USER: βαριά, μεγάλο βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, έντονα, μεγάλο βαθμό από

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
highly /ˈhaɪ.li/ = ADVERB: υψηλά, υψηλώς, μεγαλόπρεπα; USER: υψηλά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής

GT GD C H L M O
hoarded /hɔːd/ = VERB: συσσωρεύω, θησαυρίζω; USER: συσσώρευαν, αποθησαυρίζεται, αποθησαυρισμένο, αποθησαυρισμένου, αποθέματα που διέθετε,

GT GD C H L M O
huge /hjuːdʒ/ = ADJECTIVE: τεράστιος, πελώριος, θεόρατος, υπερμεγέθης, γιγαντόσωμος, παμμέγεθης; USER: τεράστιος, τεράστια, τεράστιο, τεράστιες, Ο

GT GD C H L M O
hundreds /ˈhʌn.drəd/ = USER: εκατοντάδες, εκατοντάδων, τις εκατοντάδες

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
immensely /ɪˈmens.li/ = ADVERB: πάρα πολύ; USER: πάρα πολύ, εξαιρετικά, πάρα

GT GD C H L M O
important /ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
increasing /ɪnˈkriːs/ = VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω; USER: αύξηση, αυξάνοντας, την αύξηση της, αύξηση της, την αύξηση

GT GD C H L M O
increasingly /ɪnˈkriː.sɪŋ.li/ = ADVERB: όλο και περισσότερο; USER: όλο και περισσότερο, όλο, όλο και, ολοένα, ολοένα και, ολοένα και

GT GD C H L M O
independent /ˌindəˈpendənt/ = ADJECTIVE: ανεξάρτητος; USER: ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες

GT GD C H L M O
industries /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανίες, βιομηχανιών, κλάδους, κλάδων, τις βιομηχανίες

GT GD C H L M O
industry /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας

GT GD C H L M O
influence /ˈɪn.flu.əns/ = NOUN: επιρροή, επήρεια; VERB: επηρεάζω, επιδρώ; USER: επιρροή, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
instance /ˈɪn.stəns/ = NOUN: παράδειγμα, περιστατικό, υπόδειξη; USER: παράδειγμα, π.χ., περίπτωση, χάριν

GT GD C H L M O
institutions /ˌɪn.stɪˈtjuː.ʃən/ = NOUN: ίδρυμα, θεσμός, σύσταση, κατάστημα; USER: ιδρύματα, θεσμικών οργάνων, ιδρυμάτων, όργανα, θεσμών

GT GD C H L M O
integrating /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = VERB: ολοκληρώ, ενοποιώ, ολοκληρώνω; USER: ενσωμάτωση, ενσωματώνοντας, ενσωμάτωσης, την ενσωμάτωση, ένταξη

GT GD C H L M O
integration /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: ολοκλήρωση; USER: ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης

GT GD C H L M O
intelligence /inˈtelijəns/ = NOUN: νοημοσύνη, εξυπνάδα, πληροφορία, είδηση; USER: νοημοσύνη, εξυπνάδα, νοημοσύνης, ευφυΐα, μυστικών

GT GD C H L M O
intensive /ɪnˈten.sɪv/ = ADJECTIVE: εντατικός; USER: εντατικός, εντατική, έντασης, εντατικής, εντάσεως, εντάσεως

GT GD C H L M O
internal /ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός; USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό

GT GD C H L M O
interoperability /ˌɪntərɒpərəˈbɪləti/ = USER: διαλειτουργικότητα, διαλειτουργικότητας, τη διαλειτουργικότητα, της διαλειτουργικότητας, η διαλειτουργικότητα

GT GD C H L M O
intimate /ˈɪn.tɪ.mət/ = ADJECTIVE: οικείος, έμπιστος, πολύ στενός, ενδόμυχος; VERB: υποδηλώνω; USER: οικείος, οικεία, οικείο, στενή, φιλόξενο

GT GD C H L M O
involving /ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω; USER: με τη συμμετοχή, συμμετοχή, τη συμμετοχή, αφορούν, που αφορούν

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
large /lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο; ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς; USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα

GT GD C H L M O
latest /ˈleɪ.tɪst/ = NOUN: αργότερο; ADJECTIVE: τελευταίος, νεώτατος; USER: αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίο

GT GD C H L M O
learning /ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost; USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές

GT GD C H L M O
lets /let/ = VERB: αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: αφήνει, επιτρέπει, σας δίνει τη δυνατότητα, ας, σας επιτρέπει

GT GD C H L M O
leverage /ˈliː.vər.ɪdʒ/ = NOUN: μόχλευση, δύναμη του μοχλού; USER: μόχλευση, μόχλευσης, επιρροή, δύναμη, μοχλός

GT GD C H L M O
library /ˈlaɪ.brər.i/ = ADJECTIVE: βιβλιοθήκη; USER: βιβλιοθήκη, βιβλιοθήκης, Library, βιβλιοθηκών, της βιβλιοθήκης

GT GD C H L M O
lines /laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος; VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές; USER: γραμμές, γραμμών, τις γραμμές, σειρές, γραμμές του

GT GD C H L M O
looking /ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
making /ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση; USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
many /ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί; USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
marketplace /ˈmɑː.kɪt.pleɪs/ = NOUN: αγορά, παζάρι; USER: αγορά, αγοράς

GT GD C H L M O
marketplaces /ˈmɑː.kɪt.pleɪs/ = NOUN: αγορά, παζάρι; USER: αγορές, marketplaces, αγορών

GT GD C H L M O
massive /ˈmæs.ɪv/ = ADJECTIVE: ογκώδης, συμπαγής, βαρύς; USER: ογκώδης, μαζική, τεράστια, τεράστιο, μαζικές

GT GD C H L M O
may /meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may; USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν

GT GD C H L M O
medical /ˈmed.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ιατρικός, υγειονομικός; USER: ιατρικός, ιατρική, ιατρικές, ιατρικών, ιατρικής

GT GD C H L M O
meeting /ˈmiː.tɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, διάσκεψη, ημερίδα; USER: συνάντηση, συνεδρίαση, συνεδρίασης, σύσκεψη, συνεδρίασή, συνεδρίασή

GT GD C H L M O
minds /maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια; VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω; USER: μυαλά, μυαλό, τα μυαλά, το μυαλό, νου

GT GD C H L M O
moats

GT GD C H L M O
model /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο

GT GD C H L M O
models /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλα, μοντέλων, τα μοντέλα, υποδείγματα, πρότυπα

GT GD C H L M O
monetize = VERB: νομισματοποιώ; USER: κέρδος, έχει κέρδος, δημιουργήσετε έσοδα από, έχει κέρδος το, δημιουργία εσόδων,

GT GD C H L M O
monopolies /məˈnɒp.əl.i/ = NOUN: μονοπώλιο, μονοπόλιο; USER: μονοπώλια, μονοπωλίων, τα μονοπώλια, μονοπώλιο

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
natural /ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος; USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
network /ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό; USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων

GT GD C H L M O
networks /ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό; USER: δίκτυα, δικτύων, τα δίκτυα, των δικτύων

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
ocean /ˈəʊ.ʃən/ = NOUN: ωκεανός; USER: ωκεανός, Ocean, ωκεανό, ωκεανών, ωκεανού

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
offering /ˈɒf.ər.ɪŋ/ = NOUN: προσφορά, θυσία; USER: προσφορά, προσφέρει, προσφέροντας, προσφέρουν, που προσφέρει

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
once /wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε; USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
online /ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
open /ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής; VERB: ανοίγω, ανοίγομαι; USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα

GT GD C H L M O
opportunities /ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
organizations /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο; USER: οργανώσεις, οργανισμούς, οργανισμών, οργανώσεων, οργανισμοί

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
outsource /ˈaʊt.sɔːs/ = USER: αναθέτουν, αναθέτουν σε τρίτους, αναθέσουν, αναθέσει, αναθέτουν την

GT GD C H L M O
partner /ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής; USER: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, εταίρους, εταίρο

GT GD C H L M O
partnered /ˈpɑːt.nər/ = USER: συνεργάζεται, συνεργάστηκε, συνεργαστεί, σύντροφο, συνεργάστηκαν

GT GD C H L M O
partners /ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής; USER: εταίρων, εταίρους, συνεργάτες, εταίροι, τους εταίρους

GT GD C H L M O
partnership /ˈpɑːt.nə.ʃɪp/ = NOUN: συνεταιρισμός, ομόρρυθμη εταιρεία, συντροφιά; USER: συνεταιρισμός, εταιρικής σχέσης, εταιρική σχέση, συνεργασία, εταιρική

GT GD C H L M O
path /pɑːθ/ = NOUN: μονοπάτι, δρόμος, ατραπός; USER: μονοπάτι, δρόμος, διαδρομή, πορεία, διαδρομής

GT GD C H L M O
patterns /ˈpæt.ən/ = NOUN: πρότυπο, υπόδειγμα, πατρόν, αχνάρι; USER: πρότυπα, μοτίβα, τα πρότυπα, σχέδια, σχήματα

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
personnel /ˌpərsəˈnel/ = NOUN: προσωπικό; USER: προσωπικό, προσωπικού, του προσωπικού, το προσωπικό, προσωπικό που

GT GD C H L M O
pithy /ˈpɪθ.i/ = ADJECTIVE: μυελώδης, σθεναρός, νευρώδης; USER: σθεναρός, νευρώδης, μυελώδης, μεστή, μεστό

GT GD C H L M O
platforms /ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα; USER: πλατφόρμες, πλατφορμών, εξέδρες, πλατφόρμα, πλατφόρμων

GT GD C H L M O
power /paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια; USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος

GT GD C H L M O
powered /-paʊəd/ = USER: τροφοδοτείται, powered, τροφοδοτούνται, κινούνται, που κινούνται

GT GD C H L M O
powerful /ˈpaʊə.fəl/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός; USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά

GT GD C H L M O
private /ˈpraɪ.vət/ = ADJECTIVE: ιδιωτικός, προσωπικός, ιδιαίτερος, μυστικός; NOUN: απλός στρατιώτης; USER: ιδιωτικός, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών

GT GD C H L M O
problems /ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός; USER: προβλήματα, τα προβλήματα, προβλημάτων, προβλήματα που, προβλημάτων που, προβλημάτων που

GT GD C H L M O
process /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
project /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου

GT GD C H L M O
projects /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων

GT GD C H L M O
protein /ˈprəʊ.tiːn/ = NOUN: πρωτεΐνη; USER: πρωτεΐνη, πρωτεΐνης, πρωτεΐνες, πρωτεϊνών, πρωτείνης

GT GD C H L M O
protocol /ˈprəʊ.tə.kɒl/ = NOUN: πρωτόκολλο, εθιμοτυπία; USER: πρωτόκολλο, πρωτοκόλλου, το πρωτόκολλο, του πρωτοκόλλου, πρωτόκολλο που

GT GD C H L M O
protocols /ˈprəʊ.tə.kɒl/ = NOUN: πρωτόκολλο, εθιμοτυπία; USER: πρωτόκολλα, πρωτοκόλλων, τα πρωτόκολλα, πρωτόκολλα που, πρωτόκολλά

GT GD C H L M O
proud /praʊd/ = ADJECTIVE: υπερήφανος, περήφανος, φιλότιμος; USER: υπερήφανος, περήφανος, υπερήφανοι, περήφανοι, υπερήφανη

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
public /ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο; ADJECTIVE: δημόσιος; USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας

GT GD C H L M O
pursuing /pəˈsjuː/ = VERB: επιδιώκω, ακολουθώ, καταδιώκω; USER: επιδίωξη, επιδιώκουν, την επιδίωξη, που επιδιώκουν, επιδιώκει

GT GD C H L M O
quality /ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή; USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των

GT GD C H L M O
queries /ˈkwɪə.ri/ = NOUN: ερώτηση, απορία; USER: ερωτήματα, ερωτημάτων, απορίες, τα ερωτήματα, ερωτήσεις

GT GD C H L M O
question /ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία; VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω; USER: ερώτηση, ζήτημα, λόγω, ερώτημα, εν λόγω, εν λόγω

GT GD C H L M O
quickly /ˈkwɪk.li/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως; USER: γρήγορα, ταχέως, γρήγορη, σύντομα, γρήγορα να, γρήγορα να

GT GD C H L M O
radically /ˈræd.ɪ.kəl/ = USER: ριζικά, δραστικά, ριζική, ριζοσπαστικά, ριζικά την, ριζικά την

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
reality /riˈæl.ɪ.ti/ = NOUN: πραγματικότητα, αλήθεια, πραγματικότης; USER: πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα

GT GD C H L M O
recognize /ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω; USER: αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίζει, αναγνωρίσουν

GT GD C H L M O
regardless /rɪˈɡɑːd.ləs/ = ADJECTIVE: απρόσεκτος, ασεβής, ανευλαβής; USER: ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ασχέτως, άσχετα

GT GD C H L M O
relationship /rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια; USER: σχέση, σχέσης, σχέσεις, σχέσεων, τη σχέση

GT GD C H L M O
relevant /ˈrel.ə.vənt/ = ADJECTIVE: σχετικός, πρέπων; USER: σχετικές, σχετική, σχετικών, σχετικά, σχετικό

GT GD C H L M O
reliance /rɪˈlaɪ.əns/ = NOUN: εξάρτηση, εμπιστοσύνη, πεποίθηση; USER: εξάρτηση, εμπιστοσύνη, εξάρτηση από, εξάρτησης, επίκληση

GT GD C H L M O
relies /rɪˈlaɪ/ = VERB: βασίζομαι, έχω πεποίθηση; USER: στηρίζεται, βασίζεται, επικαλείται, προβάλλει, εξαρτάται

GT GD C H L M O
repository /rɪˈpɒz.ɪ.tər.i/ = NOUN: αποθήκη, ταμείο; USER: αποθήκη, αποθετήριο, αρχείο καταγραφής, repository, αποθήκευσης

GT GD C H L M O
represents /ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω; USER: αντιπροσωπεύει, αντιπροσωπεύει το, παριστάνει, εκπροσωπεί, αποτελεί

GT GD C H L M O
requiring /rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ; USER: απαιτώντας, απαιτούν, που απαιτούν, απαιτεί, απαιτείται

GT GD C H L M O
research /ˈrēˌsərCH,riˈsərCH/ = NOUN: έρευνα, μελέτη; VERB: ερευνώ; USER: έρευνα, έρευνας, της έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών

GT GD C H L M O
reset /rēˈset/ = NOUN: επαναφορά; VERB: επανατακτοποιώ, τακτοποιώ; USER: επαναφορά, επαναφέρετε, επαναφέρει, επαναφέρετε τον, μηδενίσετε

GT GD C H L M O
resolve /rɪˈzɒlv/ = VERB: αποφασίζω, αναλύω, διαλύομαι, ξεμπερδεύω; USER: επιλύσει, επίλυση, επιλύσουν, την επίλυση, επιλυθούν

GT GD C H L M O
resources /ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι; USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους

GT GD C H L M O
respected /rɪˈspek.tɪd/ = VERB: σέβομαι, εκτιμώ, αφορώ; USER: σεβαστή, σεβαστά, τηρούνται, σεβαστές, σεβαστό

GT GD C H L M O
respective /rɪˈspek.tɪv/ = ADJECTIVE: σχετικός; USER: αντίστοιχων, αντίστοιχα, των αντίστοιχων, αντίστοιχες, αντίστοιχους

GT GD C H L M O
review /rɪˈvjuː/ = NOUN: κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση; VERB: αναθεωρώ; USER: επανεξέταση, αναθεώρηση, επανεξετάζει, επανεξετάσει, αναθεωρήσει

GT GD C H L M O
reviews /rɪˈvjuː/ = NOUN: κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση; VERB: αναθεωρώ; USER: σχόλια, κριτικές, αξιολογήσεις, κριτικών, Οι κριτικές

GT GD C H L M O
right /raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό; ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος; ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν; VERB: δικαιώ, επανορθώ; USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος

GT GD C H L M O
running /ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων; ADJECTIVE: τρεχάτος; USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
services /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που

GT GD C H L M O
share /ʃeər/ = NOUN: μερίδιο, μετοχή, μερίδα, υνί, μέρος ποσοστό, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές; VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, το μερίδιο, ποσοστό

GT GD C H L M O
shared /ʃeəd/ = VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, κοινά, κοινή

GT GD C H L M O
shares /ʃeər/ = NOUN: μερίδια, μέτοχος; USER: μερίδια, μετοχών, μετοχές, μεριδίων, συμμερίζεται

GT GD C H L M O
shifting /ˈʃɪf.tɪŋ/ = VERB: μετατοπίζω, μεταλλάσσω, μετακινώ, μετακινούμαι, υπεκφεύγω; USER: μετατόπιση, μετατόπισης, στροφή, μετατοπίζοντας, μετατοπίζεται

GT GD C H L M O
shopper /ˈʃɒp.ər/ = NOUN: αγοραστής, ψωνιστής, χρίζων; USER: αγοραστής, αγοραστή, shopper, καταναλωτικός, αγοραστών

GT GD C H L M O
significantly /sigˈnifikəntlē/ = USER: σημαντικά, σημαντικά την, σημαντική, αισθητά, πολύ

GT GD C H L M O
singularity /ˌsɪŋ.ɡjʊˈlær.ɪ.ti/ = NOUN: μοναδικότητα; USER: μοναδικότητα, ιδιομορφία, μοναδικότητας, ιδιαιτερότητα, ιδιομορφίας

GT GD C H L M O
sites /saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο; USER: sites, τοποθεσίες, θέσεις, περιοχές, τόπων

GT GD C H L M O
sizable /ˈsaɪ.zə.bl̩/ = ADJECTIVE: ευμεγέθης, μεγάλος; USER: ευμεγέθης, αρκετά μεγάλη, αρκετά μεγάλο, αρκετά μεγάλο χρηματικό, ευμεγέθους

GT GD C H L M O
society /səˈsaɪ.ə.ti/ = NOUN: κοινωνία, εταιρία, σύλλογος, συντροφιά, αριστοκρατία; USER: κοινωνία, κοινωνίας, της κοινωνίας, την κοινωνία, πολιτών

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
stack /stæk/ = NOUN: σωρός, καπνοδόχος, θημωνιά; VERB: δεματιάζω, σωρεύω; USER: καπνοδόχος, σωρός, θημωνιά, στοίβα, στοιβάζετε

GT GD C H L M O
stacks /stæk/ = NOUN: σωρός, καπνοδόχος, θημωνιά; USER: στοίβες, stacks, σωροί, σωρούς, στοιβών

GT GD C H L M O
standards /ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπα; USER: πρότυπα, προτύπων, προδιαγραφές, τα πρότυπα, κανόνες

GT GD C H L M O
stored /stɔːr/ = VERB: εφοδιάζω, εναποθηκεύω; USER: αποθηκευμένα, αποθηκεύονται, αποθηκεύεται, αποθηκευμένο, αποθηκευτεί, αποθηκευτεί

GT GD C H L M O
strong /strɒŋ/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος; USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, έντονη

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
suite /swiːt/ = NOUN: σουίτα, ακολουθία, συνοδία, σειρά πραγμάτων, σειρά δωμάτιων; USER: σουίτα, Suite, μπάνιο, ιδιωτικό, ιδιωτικό μπάνιο

GT GD C H L M O
summarize /ˈsʌm.ər.aɪz/ = VERB: συνοψίζω; USER: συνοψίζω, συνοψίζουν, συνοψίσει, συνοψίσουμε, συνοψίσω

GT GD C H L M O
summary /ˈsʌm.ər.i/ = NOUN: περίληψη, σύνοψη; ADJECTIVE: συνοπτικός, περηλιπτικός, σύντομος; USER: περίληψη, σύνοψη, συνοπτική, summary, συνοπτικά

GT GD C H L M O
suppose /səˈpəʊz/ = VERB: υποθέτω; USER: υποθέτω, υποθέσουμε, ας υποθέσουμε, ας υποθέσουμε ότι, υποτεθεί

GT GD C H L M O
synergies /ˈsinərjē/ = NOUN: συνεργία; USER: συνέργειες, συνέργιες, συνεργειών, συνεργιών, συνεργίες,

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
teams /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; USER: ομάδες, ομάδων, οι ομάδες, ομάδα, τις ομάδες

GT GD C H L M O
tech /tek/ = USER: tech, τεχνολογίας, τεχνολογία

GT GD C H L M O
technologies /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της

GT GD C H L M O
tendencies /ˈten.dən.si/ = NOUN: τάση, ροπή, κλίση; USER: τάσεις, τάσεων, οι τάσεις, τις τάσεις, τάσεις της

GT GD C H L M O
text /tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα; USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
thorough /ˈθʌr.ə/ = ADJECTIVE: πλήρης, εξονυχιστικός, ακριβής, βαθύς, εντελής; USER: πλήρης, διεξοδική, ενδελεχή, εμπεριστατωμένη, λεπτομερή

GT GD C H L M O
tight /taɪt/ = ADJECTIVE: σφιχτός, σφικτός, σφιγκτός, μεθυσμένος, τέζα, τεντωμένος; USER: σφιχτός, σφιχτό, σφιχτά, στενό, σφιχτή, σφιχτή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
together /təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα; USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό

GT GD C H L M O
tool /tuːl/ = NOUN: εργαλείο, σύνεργο, ψωλή; VERB: κατεργάζομαι; USER: εργαλείο, εργαλείου, μέσο, εργαλείο για, το εργαλείο

GT GD C H L M O
toward /təˈwɔːdz/ = PREPOSITION: προς, περί, πλησίον; ADJECTIVE: επικείμενος; USER: προς, προς την, προς το, απέναντι, προς την κατεύθυνση

GT GD C H L M O
training /ˈtreɪ.nɪŋ/ = NOUN: εκπαίδευση, προπόνηση, εξάσκηση, γύμναση; USER: εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
transactional /trænˈzækʃənəl/ = USER: συναλλαγής, συναλλαγών, συναλλακτικές, συναλλακτικού, συναλλακτική

GT GD C H L M O
treatments /ˈtriːt.mənt/ = NOUN: θεραπεία, μεταχείριση, αγωγή, κατεργασία; USER: θεραπείες, επεξεργασίες, θεραπειών, αγωγές, περιποιήσεις

GT GD C H L M O
trent = USER: Trent, Τρεντ

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
upload /ʌpˈləʊd/ = USER: μεταφόρτωση, ανεβάστε, ανεβάσετε, φορτώσετε, αποστολή

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
users /ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες

GT GD C H L M O
variety /vəˈraɪə.ti/ = NOUN: ποικιλία, είδος; USER: ποικιλία, ποικιλίας, διάφορες, διάφορους, διάφορα

GT GD C H L M O
various /ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους; USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους

GT GD C H L M O
vast /vɑːst/ = ADJECTIVE: απέραντος, αχανής, μέγιστος; USER: τεράστια, μεγάλη, συντριπτική, τεράστιο, τεράστιες

GT GD C H L M O
ve / -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ

GT GD C H L M O
vision /ˈvɪʒ.ən/ = NOUN: όραμα, όραση, οπτασία, ενόραση, φάσμα; VERB: οραματίζομαι; USER: όραση, όραμα, όρασης, όραμά, οράματος

GT GD C H L M O
visions /ˈvɪʒ.ən/ = NOUN: όραμα, όραση, οπτασία, ενόραση, φάσμα; VERB: οραματίζομαι; USER: οράματα, οραμάτων, οράματά, τα οράματα, διατάξεις

GT GD C H L M O
walled /wɔːld/ = ADJECTIVE: περιτειχισμένος, έχων τοίχο; USER: τοιχώματα, περιφραγμένο, εντός των τειχών, τειχών, περιτοιχισμένη

GT GD C H L M O
wants /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλει, επιθυμεί, θέλουν, θέλουν

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
wealth /welθ/ = NOUN: πλούτος, περιουσία, πλούτη; USER: πλούτος, περιουσία, πλούτη, πλούτου, πλούτο

GT GD C H L M O
were /wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
working /ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος; NOUN: τρόπος εργασίας; USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

357 words